- σκοτεινοειδής
- σκοτεινο-ειδής, ές,= ἀχλυόεις, Sch.Opp.H.3.163.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκοτεινοειδής — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινοειδής — ές, Α υποσκότεινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτεινός + ειδής*] … Dictionary of Greek
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek